Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ιδιαίτερες ανάγκες. Αν θέλαμε ωστόσο να αναφερθούμε σε κάποια γενικά σημεία στα οποία η εξειδικευμένη ψυχική υποστήριξη μπορεί να βοηθήσει τον ογκολογικό ασθενή, αυτά θα αφορούσαν γενικά τη σχέση του ασθενή με τον εαυτό του, με τους άλλους και με το σώμα του.

Έτσι, πιο συγκεκριμένα, η βοήθεια από ένα επαγγελματία της ψυχικής υγείας (ψυχολόγο, ψυχίατρο, κτλ.) μπορεί να βοηθήσει τον πάσχοντα από καρκίνο:

  • να μιλήσει και να εκφραστεί συναισθηματικά για όλα εκείνα που, μετά τη διάγνωση του καρκίνου, φοβάται και που ενδεχομένως δυσκολεύεται να τα μοιραστεί με τον θεράποντα ιατρό του και το συγγενικό ή φιλικό του περιβάλλον. Η βοήθεια αυτή θα του επιτρέψει να μην παραιτηθεί, να μην διακόψει τις θεραπείες του, να μην υποτιμήσει και να μην αρνηθεί αλλά ούτε να υπερμεγεθύνει το πρόβλημα υγείας του.
  • Να αποδεχτεί και να επεξεργαστεί καλύτερα τα συναισθήματα φόβου, θυμού, αγωνίας, ελπίδας, απογοήτευσης, κτλ. που είναι πιθανό να αισθανθεί, μετά τη διάγνωση του καρκίνου και τις απαιτούμενες θεραπείες.
  • Να αποενοχοποιηθεί αν τυχόν αισθάνεται ή πιστεύει ότι φταίει ο ίδιος για την έκλυση του καρκίνου.
  • Να επεξεργαστεί, στο πλάι ενός ειδικού, τις πολλαπλές απώλειες που επιφέρει η νόσος τόσο σε σχέση με την υγεία και την απειλή της ζωής του, όσο και σε σχέση με την εικόνα του σώματος και τους άλλους. Οι χημειοθεραπείες, οι ακτινοβολίες, οι απαιτούμενες χειρουργικές επεμβάσεις, κτλ. έχουν πολλαπλές συνέπειες στο σώμα και συνεπώς και στην αίσθηση της εικόνας του σώματος που έχει κανείς για τον εαυτό του. Η έστω και προσωρινή απώλεια των μαλλιών, η αίσθηση της χαμένης γεύσης, η σχέση με τη διατροφή, οι ακρωτηριασμοί μελών του σώματος, όλα αυτά αποτελούν πηγές έντασης και άγχους για τον άρρωστο.
  • Να διαχειριστεί αρτιότερα τη «νέα ταυτότητα» που καλείται να αναλάβει στο οικογενειακό και εργασιακό του περιβάλλον. Οι ανακατατάξεις που επιφέρει η νόσος στον οικογενειακό ιστό, οι αλλαγές ρόλων επί χρόνια καθορισμένων, η επαναδιαπραγμάτευση κάποιων προτεραιοτήτων στη σχέση με το σύντροφο, τα παιδιά, τους γονείς αλλά και τους συναδέλφους στο χώρο εργασίας, έχουν συχνά ως συνέπεια να χρειάζεται ο ασθενής να διαχειριστεί όλο το συναισθηματικό φορτίο των αλλαγών αυτών.
  • Να μιλήσει για τον εαυτό του και τη ζωή του και ανεξάρτητα από τη νόσο του. Στο ιατροκεντρικό περιβάλλον ενός νοσοκομείου σπανίως δίνεται η δυνατότητα στον άρρωστο να επικοινωνήσει πιο ανθρώπινα και να εκφραστεί ως μια ανεξάρτητη και αυτόνομη προσωπικότητα, με ιδιαιτερότητες, επιθυμίες, φόβους, αναστολές, προσδοκίες, όνειρα. Συχνά ο ασθενής αισθάνεται έτσι απομονωμένος, ότι δεν τον καταλαβαίνουν και ότι δεν του επιτρέπεται να ρωτήσει κάτι που ξεφεύγει από τα ιατρικά πλαίσια, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η προς τα έξω έκφραση και η ουσιαστική επικοινωνία. Με άλλα λόγια, ο άρρωστος αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο ιατρικών εξετάσεων, δεικτών, οργάνων και όχι ως μια ξεχωριστή βιοψυχοκοινωνική ολότητα με τη δική του ξεχωριστή ιστορία.
  • Να εκφράσει τις ανησυχίες του και να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό σε σχέση με τη σεξουαλικότητά του ή τις όποιες πιθανές ενοχές μπορεί να υπάρξουν για το ότι συνεχίζει να επιθυμεί ερωτικά. Ο καρκίνος είναι μια ασθένεια που φαίνεται ότι επηρεάζει έστω και έμμεσα αρκετά τη σεξουαλικότητα των ασθενών, οι οποίοι αισθάνονται συχνά να χάνουν τη δυνατότητα για σεξουαλική ικανοποίηση, για συνέχιση της ερωτικής ζωής, νιώθουν να μην είναι πλέον το ίδιο επιθυμητοί ή ελκυστικοί, φοβούνται ή αρνούνται να μιλήσουν ανοιχτά στο σύντροφό τους και αποφεύγουν να πάρουν και να δώσουν ικανοποιήσεις. Κάποιες φορές πάλι οι σύντροφοι των ασθενών, τρομαγμένοι και αυτοί από τη νόσο και μη γνωρίζοντας πώς πρέπει να αντιδράσουν, γίνονται και αυτοί πιο απόμακροι, με συνέπεια το ζεύγος να διέρχεται μια κρίση τόσο στη σεξουαλικότητά του όσο και στη συναισθηματική επικοινωνία του.
  • Να αντιμετωπίσει εξειδικευμένα τις κρίσεις άγχους, πανικού ή την πιθανή κατάθλιψη που θα αναδυθούν ως συνέπειες της ασθένειας.
  • Να τονώσει την αυτοπεποίθηση του ασθενή, να του επιτρέψει να διατηρήσει τις ελπίδες του και να τον διευκολύνει να διαχειριστεί καλύτερα τις νέες συνθήκες στη ζωή του, προκειμένου ο άρρωστος να μπορέσει τελικά να συμφιλιωθεί με τη νόσο του και τη νέα κατάσταση στη ζωή του.
  • Να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές του στην προσωπική και επαγγελματική ζωή του.
  • Να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος, ότι τον ακούει κάποιος και ότι προσπαθούν να τον καταλάβουν. Συχνά εκείνο που κυρίως φοβούνται οι ασθενείς αυτοί είναι ο πόνος και η φθορά τόσο η σωματική όσο και η ψυχική, παρά ο ίδιος ο θάνατος. Αλλά ακόμη και σε ασθενείς τελικού σταδίου εκείνο που φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη σημασία για αυτούς είναι να αισθανθούν ότι κάποιος είναι κοντά τους, να μη νιώσουν ότι φεύγουν μόνοι τους. Αυτός ο φόβος μπορεί να μετριαστεί, με την κατάλληλη βοήθεια από κάποιον εξειδικευμένο επαγγελματία.
  • Να νιώσουν, στα πλαίσια μιας ομαδικής θεραπείας, ότι δεν είναι μόνοι και να ακούσουν τον τρόπο με τον οποίο άλλοι ασθενείς, με παρόμοιο πρόβλημα υγείας, το αντιμετωπίζουν.

Πρόκειται για ένα μεγάλο ερώτημα που απασχολεί πολύ τόσο τους οικείους του ασθενή, όσο και τους ίδιους τους ιατρούς.

Γενικά σήμερα όλο και περισσότερο υπάρχει η τάση να λέμε στον ασθενή την αλήθεια για τη διάγνωσή του και να μην του αποκρύπτουμε το ότι πάσχει από καρκίνο.

Εξάλλου πρόκειται για τη δική του υγεία και έχει δικαίωμα να γνωρίζει την αλήθεια!

Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα διότι ακριβώς υπάρχουν από τη μία ιατροί που δυσκολεύονται να πουν την ακριβή διάγνωση είτε γενικά είτε σε κάποιους ασθενείς, και από την άλλη υπάρχουν και ασθενείς που είναι φανερό ότι δυσκολεύονται να ακούσουν την αλήθεια και προτιμούν να μην την ξέρουν. Μάλιστα ενίοτε κάποιοι από αυτούς το εκφράζουν ρητά λέγοντας σε συγγενείς ή ιατρούς ότι «δε θέλω να ξέρω». Σε αυτές τις περιπτώσεις θα ήταν παράλογο να πάμε ενάντια στην επιθυμία και τις ψυχικές αντοχές του αρρώστου και να του πούμε την αλήθεια.

Συχνά επιλέγεται για ορισμένους να του πει ο ιατρός την αλήθεια για τη διάγνωση αλλά να τον καθησυχάσει ψευδώς ότι όλα είναι καλά ή τελοσπάντων να του πει τη μισή αλήθεια και όχι όλη. Αν και αυτή η τακτική φαίνεται στην πράξη να έχει κάποια πλεονεκτήματα, επιφέρει ωστόσο και κάποιες συνέπειες: οι ασθενείς συχνά γίνονται δύσπιστοι προς αυτά που τους λέει ο ιατρός του, ακόμη και όταν αυτά είναι πλήρως αληθινά! Υπάρχουν δηλαδή άρρωστοι που έχουν πράγματι καλή πρόγνωση αλλά δυσκολεύονται να το πιστέψουν, νομίζοντας λανθασμένα ότι ο ιατρός τους, τους κρύβει κάτι.

Από την άλλη η πολιτική της «μισής αλήθειας» εμπεριέχει τον κίνδυνο της διάψευσης των προσδοκιών, όταν τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά όσο τα είχε περιγράψει ο ιατρός αρχικά.

Σήμερα, με την παρουσία τόσων πηγών πληροφόρησης και κυρίως του διαδικτύου είναι πολύ δύσκολο όταν ένας ασθενής θέλει να μάθει όλη την αλήθεια για την κατάστασή του, να μην μπορέσει να το κάνει.

Επομένως, ουσιαστικά το να μην επικοινωνήσουμε όλη την αλήθεια σε κάποιον που επιθυμεί να τη μάθει, ανταποκρίνεται σε δικές μας ανάγκες και δυσκολίες, όπως, για παράδειγμα,  να γίνουμε δυσάρεστοι στον άλλον.

Άλλες φορές πάλι, ιδιαίτερα στην ελληνική πραγματικότητα, οι συγγενείς πιέζουν τον ιατρό να μην πει όλη την αλήθεια στον άρρωστο, υποτιμώντας όμως έτσι όχι μόνο το δικαίωμά του να γνωρίζει εκείνος πρώτα τι συμβαίνει με την υγεία του, αλλά και τη διάθεσή του να γνωρίζει, να πάρει αποφάσεις για το μέλλον, να προετοιμαστεί για τις θεραπείες, κτλ.

Όμως προαναφέρθηκε, κάποιες φορές είναι ο ίδιος ο άρρωστος που επιλέγει (ρητά ή έμμεσα) να μη γνωρίζει πολλά πράγματα. Συνήθως αυτοί οι άρρωστοι δε ρωτάνε πολλά ή κι όταν το κάνουν υποδεικνύουν, χωρίς να το καταλαβαίνουν και την απάντηση που μπορούν να αντέξουν να ακούσουν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Είναι προτιμότερο λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις να ακολουθήσουμε τους ρυθμούς του αρρώστου και να του δώσουμε το χρόνο που χρειάζεται ώστε να μάθει, σταδιακά, την αλήθεια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ερώτημα αυτό, που τίθεται συχνά από εργαζόμενους σε ογκολογικές κλινικές, αλλά και από συγγενείς των ασθενών, διατυπώνεται μονάχα για τον καρκίνο. Δε μας απασχολεί για παράδειγμα το ίδιο ερώτημα για άλλες σωματικές παθήσεις, δείγμα και αυτό του πόσο η κοινωνία έχει για τη συγκεκριμένη πάθηση ένα ταμπού.

Η απάντηση εδώ είναι ξεκάθαρη: ο μόνος αρμόδιος για να επικοινωνήσει τη διάγνωση στον ασθενή είναι ο θεράπων ιατρός του και κανένας άλλος!

Φαίνεται πράγματι ότι δε βοηθά όταν οποιοσδήποτε άλλος (π.χ. συγγενής, φίλος, γνωστός, κτλ.) και όχι ο θεράπων ιατρός επικοινωνούν τη διάγνωση στον άρρωστο.

Ούτε η ανακοίνωση της νόσου είναι κάτι που θα πρέπει να γίνεται από ψυχολόγους ή ψυχιάτρους.

Θα σκεφτεί εδώ κάποιος ότι οι περισσότεροι ιατροί δεν είναι εκπαιδευμένοι σε κάτι τέτοιο και αυτό είναι όντως αλήθεια!

Το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε να αναπτύξουμε στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύστημα εκπαίδευσης του ιατρικού προσωπικού, ώστε οι ιατροί να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι στο να μπορούν, για κάθε άρρωστο χωριστά, να εξατομικεύουν, ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες, τον τρόπο της ανακοίνωσης. Η εκπαίδευση αυτή θα μπορούσε να γίνει από εξειδικευμένους ψυχολόγους.

Ωστόσο, η ανακοίνωση της διάγνωσης μιας οποιασδήποτε σωματικής ασθένειας, όπως και του καρκίνου, είναι ένα θέμα και μια αρμοδιότητα αποκλειστικά του θεράποντος ιατρού.

Γενικά ο ογκολογικός ασθενής θα ήταν χρήσιμο να απευθυνθεί σε κάποιον επαγγελματία της ψυχικής υγείας όταν:

  • αισθάνεται ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του ή ότι οι άλλοι δεν μπορούν να τον/την καταλάβουν, εφόσον δεν έχουν το ίδιο πρόβλημα
  • νιώθει ότι θέλει να ρωτήσει για διάφορα ζητήματα τον θεράποντα ιατρό του, αλλά δεν το τολμά και όταν το κάνει αισθάνεται να μη λαμβάνει επαρκείς απαντήσεις
  • αισθάνεται να θέτει ο καρκίνος ζητήματα αναφορικά με την ερωτική σχέση του και τους οικογενειακούς δεσμούς
  • αγωνιά για το μέλλον και την επαγγελματική του ταυτότητα
  • νιώθει ότι θα του έκανε καλό να μιλήσει για τα θέματα της ασθένειάς του αλλά και για τον ίδιον ως άνθρωπος, ανεξάρτητα από τον καρκίνο
  • ενδιαφέρεται να δώσει νόημα στην ασθένειά του και να μην τη θεωρήσει αποτέλεσμα απλώς της τύχης
  • αισθάνεται θλίψη, απογοήτευση ή ότι όλα είναι μάταια, αφού θα πεθάνει από καρκίνο
  • νιώθει θυμό και πιστεύει ότι «κάποιος άλλος ευθύνεται για τον καρκίνο που έβγαλε»
  • αγωνιά για το τι επίδραση θα μπορεί να έχει η ασθένεια στα παιδιά, τους γονείς και τους οικείους του
  • νιώθει ότι επιβαρύνει τους δικούς του με το πρόβλημά του και αισθάνεται άσχημα για αυτό
  • όταν θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την έκλυση του καρκίνου του (επειδή π.χ. κάπνιζε) ή νιώθει ότι άργησε να επισκεφθεί τον ιατρό και κατηγορεί τον εαυτό του για αυτό
  • αισθάνεται μειονεκτικά με την εικόνα του σώματος, λόγω π.χ. της απώλειας του μαστού, της πτώσης των μαλλιών, της αφαίρεσης των γεννητικών οργάνων, του αδυνατισμένου σώματος, κτλ.
  • έχει υπερβολικό άγχος κάθε φορά που είναι να πάει να κάνει επαναληπτικές εξετάσεις και φοβάται πολύ για αυτές
  • έχει διαταραχές του ύπνου και της όρεξης
  • έχει απώλεια βάρους που δεν οφείλεται στον καρκίνο ή σε άλλη σωματική νόσο
  • αισθάνεται μια σχεδόν μόνιμη σωματική ή και ψυχική κόπωση
  • έχει επαναλαμβανόμενα εφιαλτικά όνειρα
  • εμφανίζεται ευερέθιστος ή συγκινείται πιο εύκολα από πριν
  • επίμονες σκέψεις για υποτροπή και μετάσταση
  • σκέψεις αυτοκτονίας
  • δεν έχει διάθεση για πράγματα που παλιότερα τον ευχαριστούσαν ή και για τις καθημερινές δραστηριότητες
  • όταν αποφεύγει να κάνει εξετάσεις ή τις απαιτούμενες θεραπείες
  • όταν υποτιμά ή αρνείται το πρόβλημα
  • όταν υπερτιμά το πρόβλημα
  • όταν έχει κλειστεί και φαίνεται απομονωμένος
  • όταν εμφανίζεται επιθετικός και απότομος στην επικοινωνία του με τους άλλους
  • όταν κατηγορεί τον εαυτό του ή τους άλλους για αυτό που του συνέβη

Ψυχοσωματική ασθένεια ονομάζεται μια σωματική νόσος στην αιτιολογία και εξέλιξη της οποίας φαίνεται ότι μαζί με τους οργανικούς παράγοντες εμπλέκονται και ψυχικές παράμετροι. Δεν πρόκειται επομένως (αντιθέτως με ό,τι λανθασμένα πιστεύεται συχνά) για ασθένειες που οφείλονται σε ψυχικούς παράγοντες, αλλά για νοσήματα που φαίνεται ότι και ψυχικοί παράγοντες (μαζί με το οργανικό υπόστρωμα) συμβάλλουν στην έκλυση και την εξέλιξή τους.

Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο καρκίνος είναι πράγματι μια ψυχοσωματική νόσος.

Αν και μοιάζει πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις να εμπλέκονται και ψυχικοί παράγοντες στη στιγμή έκλυσης της ασθένειας, ωστόσο οι έρευνες δεν έχουν επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο και φαίνεται να είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί.

Κατά καιρούς έχουν συσχετιστεί διάφοροι επιβαρυντικοί ψυχικοί παράγοντες όπως η κατάθλιψη, τα δυσάρεστα γεγονότα ζωής, ένας συγκεκριμένος τύπος προσωπικότητας, όμως τίποτε από όλα αυτά δεν έχει επιβεβαιωθεί, ενώ εξάλλου υπάρχει πάντα ο αντίλογος ότι πολλοί άνθρωποι έχουν δυσάρεστα γεγονότα ζωής (π.χ. απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, κτλ.) αλλά δεν κάνουν όλοι καρκίνο.

Εκείνο που έχει επιβεβαιωθεί επιστημονικά είναι ότι ψυχικοί παράγοντες εμπλέκονται στην πρόγνωση και εξέλιξη της ασθένειας. Για παράδειγμα η πρόγνωση της νόσου φαίνεται να επιβαρύνεται όταν συνυπάρχει και κατάθλιψη.

Νέοι κλάδοι επιστημών όπως η νευροανοσολογία, η ψυχοφυσιολογία, κτλ. μελετούν την επίδραση και των ψυχικών παραγόντων στον τρόπο που αντιδρά π.χ. το ανοσοποιητικό σύστημα και έρευνες έχουν επιβεβαιώσει ότι παράγοντες όπως το στρες, εμπλέκονται στην αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Στους συγγενείς του ασθενή πέφτει το συναισθηματικό φορτίο καθώς και το βαρύ αίσθημα ευθύνης για τη φροντίδα αλλά και τη διασφάλιση των συνθηκών εκείνων που θα ενδυναμώσουν τη σωματική και ψυχική υγεία του ογκολογικού ασθενή.

Παράλληλα, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται και οι ίδιοι σε μια θέση όπου χρειάζεται να ενισχυθούν ώστε να μπορέσουν και αυτοί να στηρίξουν τον άνθρωπό τους.

Η θέση τους αυτή τους καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους: από τη μία νιώθουν ότι πρέπει να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες του ασθενή (μη γνωρίζοντας πάντα πώς να το κάνουν) και από την άλλη οι ίδιοι αισθάνονται επιπλέον τη θλίψη, τον πόνο, το φόβο, την απογοήτευση, την ενοχή, το θυμό, κτλ. για αυτό που συνέβη στον άνθρωπό τους. Καλούνται επομένως από τη μία να φανούν δυνατοί, ενώ από την άλλη αισθάνονται αδύναμοι ή αποδυναμωμένοι, εφόσον ο δικός τους άνθρωπος αντιμετωπίζει αυτό το τόσο σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Το αίσθημα της απειλής δεν αφορά λοιπόν μονάχα στους ασθενείς αλλά και στους συγγενείς, με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι δεν αισθάνονται να απειλείται η δική τους ζωή, αλλά να απειλούνται όλα αυτά που τους ενώνουν με τον άρρωστο όπως για παράδειγμα οι ως τώρα διαμορφωμένοι ρόλοι στις σχέσεις τους.

Αναρωτιούνται συχνά αν υπάρχουν «κατάλληλοι τρόποι» ώστε να αντιμετωπίσουν τον ασθενή, τι πρέπει να λένε και τι πρέπει να αποφεύγουν.

Δεν υπάρχουν κάποιοι κανόνες για το τι πρέπει και τι όχι να λέει κανείς. Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, ξεχωριστός και η κάθε σχέση έχει τις δικές τις ιδιαιτερότητες.

Οι συγγενείς του ογκολογικού αρρώστου είναι μια πολύ ευαίσθητη πληθυσμιακή ομάδα, με πολλές ιδιαιτερότητες και αυξημένες συναισθηματικές ανάγκες για ψυχική στήριξη και συμβουλευτική.

Συνήθως είναι βοηθητικό να μην πιέζουμε τον άρρωστο να μιλήσει όταν εκείνος δεν επιθυμεί να το κάνει. Όμως, από την άλλη, μπορεί να αισθάνεται την ανάγκη να συζητήσουν ο συγγενής ή το αντίστροφο! Να επιθυμεί δηλαδή ο ασθενής να μιλάνε για το πρόβλημα και ο συγγενής να μην ξέρει αν αυτό θα του κάνει καλό ή να μην αισθάνεται πάντα έτοιμος ή διαθέσιμος να το κάνει!

Θα χρειαστεί συνήθως χρόνος και υπομονή, αμοιβαίες υποχωρήσεις, ώστε να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία και να μοιραστούν όλα εκείνα που τους τρομάζουν, τους αγχώνουν, αλλά και όλα αυτά που τους ενώνουν και τους κάνουν να συνεχίζουν να παλεύουν με την ασθένεια.

Μπορεί να χρειαστεί και οι ίδιοι οι συγγενείς, ανεξαρτήτως αν θα κάνει το ίδιο και ο άρρωστος, να επισκεφθούν τον επαγγελματία της ψυχικής υγείας, ειδικά όταν:

  • αναρωτιούνται αν είναι χρήσιμοι για τον άνθρωπό τους
  • αισθάνονται ανήμποροι ή ανίκανοι μπροστά στη νόσο
  • νιώθουν αβοήθητοι και εξουθενωμένοι
  • είναι επιθετικοί ή θυμωμένοι με τον άρρωστο που δεν πρόσεχε την υγεία του
  • νιώθουν να τους εγκαταλείπει ο άνθρωπός τους και να μένουν αβοήθητοι
  • αναρωτιούνται τι είναι σωστό και τι όχι να λένε στον ασθενή
  • αναρωτιούνται αν πρέπει ή όχι να του πουν όλη την αλήθεια και αν πρέπει ή όχι να συζητούν μαζί του για το πρόβλημα
  • αντιμετωπίζουν προβλήματα στην επικοινωνία μαζί του
  • αντιμετωπίζουν προβλήματα στη σεξουαλική ζωή με τον ασθενή σύντροφό τους
  • νιώθουν ότι δε θα μπορούν να συνεχίσουν, χωρίς το δικό τους άνθρωπο
  • πιστεύουν ότι ο άρρωστος, τούς αντιμετωπίζει με θυμό, οργή ή τούς επιρρίπτει ευθύνες για αυτό που τού συνέβη
  • έχουν την ανάγκη να μιλήσουν με κάποιον για την ασθένεια του δικού τους ανθρώπου και δυσκολεύονται να το κάνουν με τον ίδιο τον άρρωστο
  • αντιμετωπίζουν προβλήματα ύπνου ή και όρεξης
  • έχουν επίμονες ιδέες σχετικά με μια πιθανή μετάσταση ή ένα επικείμενο θάνατο του ασθενή
  • ανησυχούν για τη δική τους κατάσταση υγείας
  • αναρωτιούνται αν ο καρκίνος μπορεί να είναι «μεταδοτικός» σε αυτούς ή στα παιδιά του ασθενή

Ψυχοθεραπεία ονομάζεται η δια μέσω της χρήσης του λόγου θεραπεία των ψυχικών διαταραχών και παθήσεων.

Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά είδη ψυχοθεραπείας, ανάλογα με την κάθε σχολή: ψυχαναλυτική, συστημική, gestalt, οικογενειακή, γνωσιακή, κτλ.

Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η βελτίωση των προβλημάτων που σχετίζονται με τις ψυχικές λειτουργίες, προβλημάτων που μπορεί να εκφράζονται με ποικίλους τρόπους στον καθένα και μπορούν να εκδηλώνονται είτε μέσω του ψυχικού πεδίου (π.χ. διαταραχές της διάθεσης και του συναισθήματος, διαταραχές στη σκέψη, κτλ.) είτε μέσω άλλων πεδίων όπως εκείνο της συμπεριφοράς (π.χ. εξάρτηση από ουσίες, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, κτλ.) ή εκείνο του σώματος (π.χ. διαταραχές του ύπνου ή της όρεξης, σωματικά συμπτώματα που οφείλονται σε ψυχικές αιτίες).

Επίσης, στόχος της ψυχοθεραπείας, σε αντίθεση με άλλες παρεμβάσεις όπως η συμβουλευτική, είναι η αλλαγή και τροποποίηση μέρους της συμπεριφοράς και των ψυχικών λειτουργιών του υποκειμένου.

Οι στόχοι αυτοί ποικίλουν ανάλογα με τη βαρύτητα του κάθε προβλήματος, αλλά και εξαρτώνται από τη βούληση του ίδιου του ασθενή.

Στόχος της ψυχοθεραπείας δεν είναι η παροχή συμβουλών ή κατευθύνσεων, αλλά το να μπορέσει μόνος του ο ασθενής να επιλέξει τι είναι εκείνο που τον βοηθά περισσότερο, αναλαμβάνοντας παράλληλα και την ευθύνη για την απόφασή του αυτή. Με άλλα λόγια, σκοπός της ψυχοθεραπείας δεν είναι να παθητικοποιήσει τον ασθενή και να τον καταστήσει ανήμπορο να παίρνει μια οποιαδήποτε απόφαση, αλλά να τον βοηθήσει ώστε εκείνος να μπορεί ως ενήλικας να αναλαμβάνει την ευθύνη των επιθυμιών, των λόγων του και των πράξεών του. Ακόμη, στόχος είναι η ανάδυση των προβλημάτων και συγκρούσεων εκείνων που δυσκολεύουν το υποκείμενο σε σχέση με τον εαυτό του, τους άλλους ή στην αντιμετώπιση κάποιου ζητήματος.

Μέσω της ψυχοθεραπείας, το άτομο μπορεί, μεταξύ άλλων, να βοηθηθεί ώστε να εκφράζεται και να επικοινωνεί πιο εύκολα συναισθηματικά, να αναγνωρίζει και να ζητά εκείνο που επιθυμεί, να διατυπώνει χωρίς αναστολές, ενοχές ή φόβο, εκείνο που τον θυμώνει, να μπορεί να εκφράζει μέσω του λόγου τις όποιες διαφωνίες του, να οριοθετεί και έτσι να προστατεύει τον εαυτό του και τους άλλους, να αναγνωρίζει και να συμφιλιώνεται με τα συναισθήματά του καθώς και με τις βαθύτερες ανάγκες και επιδιώξεις του.

Γενικά μια ψυχοθεραπεία διαρκεί συνήθως αρκετό χρονικό διάστημα, εφόσον για την επίτευξη των απαιτούμενων αλλαγών χρειάζεται συχνά να υπάρξει μια μακρόχρονη διαδικασία.

Δεν υπάρχει ωστόσο κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το οποίο και να θεωρείται ως «ιδανικό» ή «αρκετό» για όλους, με την έννοια ότι ο καθένας έχει διαφορετικές ανάγκες και αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα.

Υπάρχουν βέβαια και οι λεγόμενες εστιασμένες ή βραχείες ψυχοθεραπείες των οποίων σκοπός είναι η επικέντρωση σε ένα μόνο ζήτημα που αφορά στο παρόν, αφήνοντας κατά μέρος κάθε άλλο ζήτημα. Ωστόσο αυτό το είδος ψυχοθεραπείας δεν απευθύνεται παρά μόνο σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, στο βαθμό που τα προβλήματα συνήθως αλληλοεπηρεάζονται και είναι δύσκολο κανείς να επικεντρωθεί μονάχα σε ένα ζήτημα, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτό.

Οι μύθοι και οι προκαταλήψεις γύρω από την επίσκεψη σε κάποιον ψυχολόγο ή ψυχίατρο είναι πολλοί και σπανίως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Ωστόσο αποτελούν ισχυρά εγκαταστημένες πεποιθήσεις σε πολλούς από εμάς.

Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει και τι όχι η επίσκεψη στον επαγγελματία της ψυχικής υγείας.

Τι δε σημαίνει η επίσκεψη στον ειδικό ψυχικής υγείας:

  • ότι ο ασθενής τρελάθηκε ή κοντεύει να τρελαθεί
  • ότι ο ασθενής πρέπει να ντρέπεται για το πρόβλημά του
  • ότι ο ασθενής είναι υπεύθυνος για την κατάστασή του
  • ότι ο ασθενής το κάνει για να τραβήξει την προσοχή των άλλων και στην ουσία δεν έχει τίποτα!
  • ότι ο ασθενής είναι ικανός από μόνος του να το ξεπεράσει και εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στη βούλησή του για να το καταφέρει.

Τι σημαίνει η επίσκεψη στον επαγγελματία της ψυχικής υγείας:

  • ότι ο ασθενής έχει το ψυχικό σθένος που χρειάζεται ώστε να δηλώσει αδυναμία και να ζητήσει βοήθεια
  • ότι ο ασθενής έχει τη βούληση να επιλύσει και όχι να διαιωνίσει ένα πρόβλημα
  • ότι ο ασθενής έχει την ικανότητα αναγνώρισης του προβλήματος
  • ότι ο ασθενής διατηρεί τη διάθεση να αναγνωρίσει ότι οι άλλοι μπορεί να είναι χρήσιμοι
  • ότι ο ασθενής εκδηλώνει τη διάθεση να μη μείνει μόνος ή να μην αντιμετωπίσει μόνος ένα πρόβλημα που είναι σημαντικό για εκείνον
  • ότι ο ασθενής αναγνωρίζει ότι δεν είναι ικανός για τα πάντα ή ειδικός για όλα